Το Κώνειο

Το Κώνειο
Η παιδεία, καθάπερ ευδαίμων χώρα, πάντα τ’ αγαθά φέρει. Σωκράτης, 469-399 π.Χ.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Η ποικιλία δεν είναι καπρίτσιο...

Κανείς δεν ξέρει αν τα οικοσυστήματα απλώς φτωχαίνουν ή οδηγούνται σε κατάρρευση...

Αν υπάρχει ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό που κάνει τον πλανήτη μας να ξεχωρίζει από τους άλλους, αυτό είναι η ύπαρξη ζωής. Και το μοναδικό χαρακτηριστικό της ζωής είναι αναμφίβολα η ποικιλία της. 

Σε περισσότερες από 9 εκατομμύρια μορφές «βγαίνει» η ζωή: τόσα υπολογίζεται ότι είναι τα είδη ζώων, φυτών και μυκήτων που φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή στη Γη. Ολη αυτή την ποικιλία οι επιστήμονες την έχουν βαφτίσει «βιοποικιλότητα» και, όπως διαπιστώθηκε πριν από 20 χρόνια στο Ρίο, η προκαλούμενη από τον άνθρωπο κλιματική αλλαγή την απειλεί.

Με δεδομένα τα σενάρια που θέλουν την ανθρωπογενή αύξηση των επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα να επιφέρει σημαντική αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, το ερώτημα των συνεπειών στη βιοποικιλότητα είναι εύλογο.

Βάσει των προβλέψεων, τα έντονα ακραία καιρικά φαινόμενα τα οποία θα ενσκήψουν εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη θα έχουν άμεσες συνέπειες στα είδη. 
«Η Γη έχει βιώσει πέντε μεγάλες εξαφανίσεις ειδών. Σήμερα πολλές είναι οι φωνές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι πιθανότατα θα υπάρξει μια έκτη, η οποία θα συμβεί εξαιτίας της ανθρώπινης συμπεριφορικής ηγεμονίας στα οικοσυστήματα παγκοσμίως»  
σημείωσε μιλώντας στο «ΒΗΜΑSCIENCE» ο Βασίλης Χονδρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Βιολογίας Ζώων στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. 

Η σύνθεση των δασών του Καναδά μεταβάλλεται εξ αιτίας της αύξησης της θερμοκρασία


Η ανανεωμένη έκδοση της Κόκκινης Λίστας (του καταλόγου των ειδών που κινδυνεύουν περισσότερο ή λιγότερο) στα μέσα της περασμένης εβδομάδας επιβεβαιώνει τους φόβους των επιστημόνων, τουλάχιστον για ορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Οπως φαίνεται, η Ανατολική Ασία διατηρεί το θλιβερό προνόμιο της περιοχής όπου συμβαίνουν οι περισσότερες εξαφανίσεις ειδών, με τη λευκή τίγρη και την εμβληματική κόμπρα να βρίσκονται μέσα στη λίστα. 

Συνολικά τα είδη που είναι περισσότερο ευάλωτα ανήκουν στα αμφίβια (41%), στα κοράλλια (33%), στα θηλαστικά (25%) και στα πτηνά (13%).Τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση ανά τον κόσμο δεν οφείλουν αυτή την κατάστασή τους μόνο στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις αυτό ισχύει, όπως π.χ. συμβαίνει στα δάση του Καναδά, τα οποία αποτελούν μαζί με τα δάση του Αμαζονίου τους δύο μεγαλύτερους πνεύμονες της Γης. 

Σύμφωνα με πλήθος μελετών που διενεργήθηκαν από καναδούς και ξένους ερευνητές, οι αυξημένες θερμοκρασίες έχουν ήδη αφήσει το στίγμα τους στα δάση του Καναδά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1963 ως το 1980 η θνησιμότητα των δένδρων αυξάνει κάθε χρόνο με έναν ρυθμό της τάξεως του 4,7%. 

Με άλλα λόγια, η αύξηση της θερμοκρασίας και οι ξηρασίες σκοτώνουν τα δένδρα του Καναδά με όλο και μεγαλύτερους ρυθμούς. Και επειδή η κατανομή του «θανατικού» δεν είναι ίδια παντού (οι δυτικές περιοχές εμφανίζουν θνησιμότητα δένδρων που αυξάνει με ρυθμούς της τάξεως του 4,9%, ενώ στις ανατολικές ο ρυθμός είναι στο 1,9%), μεταβάλλεται τόσο η έκταση όσο και η σύνθεση του δασικού οικοσυστήματος, καθώς κάποια είδη δένδρων αντιδρούν στην αύξηση της θερμοκρασίας μετακινούμενα βορειότερα. (Προφανώς η μετακίνηση δεν αφορά τα ίδια τα δένδρα, αλλά τους σπόρους τους οι οποίοι βλαστάνουν και εγκαθίστανται σε όλο και βορειότερες περιοχές, στον βαθμό βεβαίως που αυτές πληρούν και άλλες προϋποθέσεις εκτός από τη θερμοκρασία).

Την λευκή ασιατική τίγρη απειλεί η κλιματική αλλαγή.
Μεταβολές σαν αυτήν δεν μπορούν να θεωρηθούν μεμονωμένα γεγονότα καθώς έχουν περαιτέρω συνέπειες. Ενα δάσος ή ένας υγροβιότοπος είναι χώροι που φιλοξενούν χιλιάδες μορφές ζωής οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με περίπλοκες τροφικές και ενεργειακές σχέσεις.  
«Μια μικρή μεταβολή στη θερμοκρασία θα μπορούσε να προκαλέσει ξηρασία, η οποία θα οδηγούσε στην απώλεια των περιοχών αναπαραγωγής ενός αμφιβίου π.χ. και στην εξαφάνισή του» λέει ο κ. Χονδρόπουλος και προσθέτει: «Μεταβολές σε κάποιες παραμέτρους των οικοσυστημάτων μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε κατάρρευσή τους».
Βεβαίως υπάρχουν φορές που τα οικοσυστήματα επιδεικνύουν ανθεκτικότητα στις μεταβολές και απορροφούν τους κραδασμούς που αυτές επιφέρουν. Οπως όμως εξήγησε ο κ. Χονδρόπουλος,  
«το πρόβλημα συνίσταται στο ότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν και να προβλεφθούν οι συνέπειες με ακρίβεια, ενώ παράλληλα μια ιδιαιτερότητα των καιρών μας είναι ότι αυτές συμβαίνουν με μεγάλες ταχύτητες σε σχέση με το παρελθόν, πράγμα που δεν δίνει στα οικοσυστήματα τον απαραίτητο χρόνο να αναρρώσουν».

Αιγαίο: το σταυροδρόμι των ψαριών 
Αν υπάρχει μια γεωγραφική περιοχή στη χώρα μας η οποία φαίνεται πως βιώνει ήδη τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής αυτή είναι το Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου από τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και μετά, το 1869, έχει καταστεί σταυροδρόμι και πέρασμα θαλασσίων ειδών. 

Κατά τη διάρκεια ωστόσο των τριών τελευταίων δεκαετιών οι ερευνητές έχουν γίνει μάρτυρες μεταβολών τόσο στην κινητικότητα των ειδών όσο και στην εγκατάσταση ειδών από τροπικές περιοχές στο Ανατολικό Αιγαίο. Τα αίτια αυτών των μεταβολών θέλησαν να διερευνήσουν επιστήμονες του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Η κυρία Μαρία-Αντονιέτα Πανκούτσι-Παπαδοπούλου, η κυρία Μαρία Κορσίνι-Φωκά και ο κ. Διονύσιος Ραΐτσος έχουν εκπονήσει μια σειρά μελετών οι οποίες συνδέουν τα τεκταινόμενα στο Ανατολικό Αιγαίο με την υπερθέρμανση του πλανήτη.
«Τα φαινόμενα που παρατηρούμε δεν είναι πρωτόγνωρα. Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ είχε επιτρέψει την είσοδο ειδών από τον Νότο» 
σημείωσε η κυρία Πανκούτσι-Παπαδοπούλου και πρόσθεσε: 
«Αυτό όμως που διαφέρει σε σχέση με το παρελθόν είναι τόσο η αύξηση του ρυθμού εισαγωγής των ειδών όσο και η αύξηση του αριθμού των ειδών που εγκαθίστανται».
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνητών του ΕΛΚΕΘΕ, ενενήντα εννέα ξενικά είδη είχαν εντοπιστεί ως το 2010 στην περιοχή της Ρόδου και των Δωδεκανήσων. Από αυτά, τα 97 είναι είδη των θερμών νερών και έχουν προέλευση την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδοειρηνικό Ωκεανό, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι το 51% των ειδών καταγράφηκε μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες. 

Η αύξηση του ρυθμού εισαγωγής νέων ειδών μπορεί να αποδοθεί στα έργα που είχαν στόχο να επιτρέψουν τη διέλευση μεγαλύτερων πλοίων από τη διώρυγα. Αυτό που δεν μπορεί όμως να αποδοθεί στην ευκολία της διέλευσης από τη διώρυγα είναι η εγκατάσταση των ξενικών ειδών στα ελληνικά νερά. 

Έτσι, οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ εξέτασαν τα θερμοκρασιακά δεδομένα των τριών τελευταίων δεκαετιών προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρχε αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων τέτοια που θα μπορούσε να καταστήσει τη θάλασσα των Δωδεκανήσων πιο φιλόξενη για τα είδη των τροπικών. 

Όπως περιγράφουν σε μια σειρά σχετικών άρθρων τους, διαπιστώθηκε 
«σημαντική αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας της θάλασσας σε τοπικό επίπεδο, φαινόμενο το οποίο συνδέεται άμεσα με την παρατηρούμενη αύξηση των θερμοκρασιών στο βόρειο ημισφαίριο, όσο και με τη γενικότερη αύξηση της θερμοκρασίας στη Μεσόγειο».
Ειδικότερα οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ενώ η μέση θερμοκρασία Δεκεμβρίου - Μαρτίου κατά την περίοδο 1985 - 1993 ήταν 16,4 βαθμοί Κελσίου (συν-πλην 1,1 βαθμός), η μέση θερμοκρασία για τους ίδιους μήνες κατά την περίοδο 1994 - 2001 ήταν 17,4 βαθμοί Κελσίου (συν-πλην 1,2 βαθμός). Οπως εξήγησε στο BHMAScience η κυρία Κορσίνι-Φωκά: 
«Η αύξηση κατά έναν βαθμό της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων κατά τους χειμερινούς μήνες αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την επιτυχή εγκατάσταση τροπικών ειδών στην ευρύτερη περιοχή της Ρόδου».
Με δεδομένο ότι η ιστορία της Γης βρίθει αντίστοιχων ιστοριών μετακίνησης και επιτυχούς εγκατάστασης ειδών σε άλλες γεωγραφικές περιοχές, διερωτάται κανείς πόσο κακές μπορεί να θωρηθούν αυτές οι εισαγωγές τροπικών ειδών στις θάλασσές μας. Στο κάτω-κάτω αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και εμπλουτισμός της βιοποικιλότητας του μεσογειακού οικοσυστήματος! Ή μήπως όχι; 
«Η εισαγωγή νέων ειδών σε ένα οικοσύστημα πάντοτε προκαλεί διαταράξεις, μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας, και το αποτέλεσμα των διεργασιών δεν είναι προβλέψιμο. Είναι γεγονός ότι μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε παρατηρήσει απώλεια αυτοχθόνων ειδών εξαιτίας της εισαγωγής των ξενικών. Ωστόσο είναι ένα φαινόμενο σε εξέλιξη. Ενα φαινόμενο το οποίο παρατηρούμε στενά και καταγράφουμε. Η επίδρασή του θα μετρηθεί σε βάθος χρόνου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου